- αναδομώ
- yeniden yapılandırmak
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
αναδομώ — ( έω) (Μ ἀναδομῶ) ανοικοδομώ, ξαναχτίζω νεοελλ. ανασυγκροτώ, ανασυνθέτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δομῶ < δέμω. ΠΑΡ. μσν. ἀναδομή] … Dictionary of Greek
αναδομώ — ( είς, εί κτλ.), αναδόμησα, αναδομήθηκα, αναδομημένος, ξαναχτίζω, ανασχηματίζω, αναδιαρθρώνω, αναδιοργανώνω. Ουσ. αναδόμηση, η … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναδομή — ἀναδομή, η (Μ) [ἀναδομῶ] το εκ νέου χτίσιμο, ανοικοδόμηση (στη Σούδα εξηγείται «αναδασμός») … Dictionary of Greek
αναδόμηση — η [αναδομώ] η εκ νέου συγκρότηση, η ανασύνθεση … Dictionary of Greek